- ρωγμή
- ησκάσιμο, σχισμή, χαραμάδα: Ο τοίχος σε ένα σημείο έχει μια ρωγμή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ῥωγμῇ — ῥωγμή fracture fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωγμή — fracture fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρωγμή — η / ῥωγμή, ΝΜΑ και ῥωχμή ΜΑ επιμήκης επιφανειακή ή βαθιά σχισμή στερεού σώματος, διακοπή τής συνέχειας μιας επιφάνειας με τον σχηματισμό ανοίγματος σε αυτήν, σκάσιμο, χάσμα (α. «μετά τον σεισμό παρουσιάστηκαν πολλές ρωγμές στο έδαφος» β. «ῥωγμή… … Dictionary of Greek
ῥωγμαῖς — ῥωγμή fracture fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωγμαί — ῥωγμή fracture fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωγμῆς — ῥωγμή fracture fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωγμῇσιν — ῥωγμή fracture fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωγμέων — ῥωγμή fracture fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωγμήν — ῥωγμή fracture fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωγμῶν — ῥωγμή fracture fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)